Τα τελευταία 20 χρόνια, οι αθλητικές κακώσεις σε παιδιά και έφηβους έχουν αυξηθεί δραματικά. Αυτή η επιδημία τραυματισμών που σχετίζονται με τον αθλητισμό αποδίδεται εν μέρει στη δραστική αύξηση του αριθμού των αθλούμενων παιδιών και εφήβων αλλά και στον αυξημένο ανταγωνισμό και την πιο εντατική προπόνηση.
Οι τραυματισμοί του Προσθίου Χιαστού Συνδέσμου (ΠΧΣ) θεωρούντο παλαιότερα σπάνιοι στα παιδιά. Η συχνότητα τους όμως έχει πλέον αυξηθεί σημαντικά ειδικά σε αθλήματα που περιλαμβάνουν κινήσεις περιστροφής και αλλαγής κατεύθυνσης (pivoting) και σωματική επαφή. Σε μια μελέτη σε αθλητές γυμνασίου στις ΗΠΑ, το υψηλότερο ποσοστό τραυματισμών του ΠΧΣ είχαν οι γυναίκες αθλήτριες του ποδοσφαίρου και οι άρρενες αθλητές του αμερικανικού ποδοσφαίρου. Υπολογίζεται ότι το 47% των προεφήβων και το 65% των εφήβων αθλητών που εμφανίζουν εικόνα οξέος αιμάρθρου του γόνατος μετά από κάκωση, τελικά διαγιγνώσκονται με οξεία ρήξη του ΠΧΣ.
Οι τραυματισμοί του ΠΧΣ σε παιδιατρικούς και εφήβους ασθενείς θεωρείτο παλαιότερα ότι αντιμετωπίζονται καλύτερα συντηρητικά μέχρις ότου επιτευχθεί η σκελετική ωριμότητα. Μέχρι δηλαδή να κλείσουν οι οστικές επιφύσεις γύρω από την άρθρωση του γόνατος που αποτελούν τα σημεία από όπου αυξάνεται το οστούν και κατά συνέπεια επιμηκύνεται το σκέλος. Τα πλεονεκτήματα της καθυστέρησης της χειρουργικής επέμβασης περιλαμβάνουν την καλύτερη σκελετική και ψυχολογική ωρίμανση του ασθενούς, η οποία αυξάνει τις χειρουργικές επιλογές συνδεσμοπλαστικής του ΠΧΣ και ταυτόχρονα μειώνει τον κίνδυνο αναστολής της ανάπτυξης στις επιφύσεις γύρω από την άρθρωση του γόνατος. Επίσης η μεγαλύτερη ηλικία των ασθενών διευκολύνει την τήρηση με συνέπεια των πρωτοκόλλων μετεγχειρητικής αποκατάστασης.
Ωστόσο, μια σειρά πρόσφατων μελετών έδειξαν ότι μια μεγάλη καθυστέρηση στην ανασυγκρότηση του συνδέσμου μπορεί να προδιαθέτει τον ασθενή σε περαιτέρω επεισόδια αστάθειας του γόνατος τα οποία με τη σειρά τους αυξάνουν την πιθανότητα δευτεροπαθών τραυματισμών των μηνίσκων και του αρθρικού χόνδρου του γόνατος. Από τους 370 παιδιατρικούς ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ανακατασκευή του ΠΧΣ, οι Dumont και συν. διαπίστωσαν σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ρήξεων των μηνίσκων σε εκείνους που αντιμετωπίστηκαν μετά από περισσότερες από 150 ημέρες από τον τραυματισμό. Επιπλέον, οι βλάβες του αρθρικού χόνδρου σχετίζονταν σημαντικά με την παρουσία ρήξης του μηνίσκου στο ίδιο διαμέρισμα του γόνατος. Παρόμοια, σε μια υποομάδα 431 ασθενών ηλικίας μικρότερης των 17 ετών, οι Sriram και συν. διαπίστωσαν ότι οι πιθανότητες βλάβης του έσω μηνίσκου διπλασιάστηκαν όταν η χειρουργική αποκατάσταση του ΠΧΣ καθυστέρησε μεταξύ 5 και 12 μηνών και τετραπλασιάστηκαν με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 12 μηνών. Οι συγγραφείς υποστήριξαν την πρόωρη ανασυγκρότηση του συνδέσμου σε αυτή την ηλικιακή ομάδα για την έγκαιρη αποκατάσταση της σταθερότητας του γόνατος.
Οι έρευνες αυτές απέδειξαν ότι οι σκελετικά ανώριμοι ασθενείς παρουσιάζουν τον ίδιο κίνδυνο να αναπτύξουν δευτερογενείς βλάβες στα γόνατά τους μετά από ρήξη του ΠΧΣ όπως και οι ενήλικοι ασθενείς. Για το λόγο αυτό και πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στη συνδεσμοπλαστική του χιαστού τους με τις κατάλληλες χειρουργικές τεχνικές.
Με την έλευση των σύγχρονων τεχνικών συνδεσμοπλαστικής του ΠΧΣ που προστατεύουν τις επιφυσιακές πλάκες γύρω από το γόνατο (εικόνα), ο στόχος της αποκατάστασης της σταθερότητας της άρθρωσης μπορεί θεωρητικά να επιτευχθεί χωρίς να διακυβεύεται η μελλοντική ανάπτυξη των επιφύσεων.
Το κείμενο βασίστηκε στο δημοσιευμένο κεφάλαιο του συγγραφέα με τίτλο: Timing of ACL surgery: any evidence? από το βιβλίο Anterior Cruciate Ligament Reconstruction των εκδόσεων Springer για την European Society of Sports Medicine Knee Traumatology and Arthroscopy (ESSKA) το 2014